Ετυμολογία

επεξεργασία
λειτουργέω παρασύνθετο του λειτουργός

λειτουργέω - λειτουργῶ (συνηρημένο)

  1. τελώ δημόσια θρησκευτική λειτουργία
  2. λαμβάνω μέρος σε θρησκευτική λειτουργία
  3. προσφέρω δημόσια υπηρεσία με δικά μου έξοδα

Παράγωγα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία