Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λειτουργέω παρασύνθετο του λειτουργός

  Ρήμα επεξεργασία

λειτουργέω - λειτουργῶ (συνηρημένο)

  1. τελώ δημόσια θρησκευτική λειτουργία
  2. λαμβάνω μέρος σε θρησκευτική λειτουργία
  3. προσφέρω δημόσια υπηρεσία με δικά μου έξοδα

Παράγωγα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία