λειτουργέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λειτουργέω παρασύνθετο του λειτουργός
Ρήμα
επεξεργασίαλειτουργέω - λειτουργῶ (συνηρημένο)
- τελώ δημόσια θρησκευτική λειτουργία
- λαμβάνω μέρος σε θρησκευτική λειτουργία
- προσφέρω δημόσια υπηρεσία με δικά μου έξοδα