Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀκληρέω < λείπει η ετυμολογία

ἀκληρέω - ἀκληρῶ (συνηρημένο)

  1. δεν έχω περιουσία, είμαι φτωχός
  2. είμαι κακότυχος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κλῆρος