Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀθότυρος < ἀθός ( < ἄνθος) + τυρός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀθότυρος και ἀθότυρον

Δείτε επίσης

επεξεργασία