Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀδοκήτως < ἀδόκητ(ος) + -ως

  Επίρρημα

επεξεργασία

ἀδοκήτως

  • απρόσμενα, απροσδόκητα
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 45.6
    καὶ ἡ τύχη ἐπ᾽ αὐτοῖς οὐδὲν ἔλασσον ξυμβάλλεται ἐς τὸ ἐπαίρειν· ἀδοκήτως γὰρ ἔστιν ὅτε παρισταμένη καὶ ἐκ τῶν ὑποδεεστέρων κινδυνεύειν τινὰ προάγει
    Αλλά και η τύχη μπορεί κι αυτή να παρασύρει σε αλόγιστες πράξεις, γιατί καμιά φορά ευνοεί απροσδόκητα και κάνει τους ανθρώπους να επιχειρούν κάτι ανώτερο από τα μέσα που διαθέτουν
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 17.4
    αἰεὶ γὰρ τοῦ πλέονος ἐλπίδι ὀρέγονται διὰ τὸ καὶ τὰ παρόντα ἀδοκήτως εὐτυχῆσαι.
    Οι ελπίδες τους δεν έχουν κανένα όριο εξαιτίας της απροσδόκητης επιτυχίας τους.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
     συνώνυμα: ἀδόκητα