ἀδαγμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀδαγμός < Πιθανόν έχει προελληνική προέλευση.[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀδαγμός, -οῦ αρσενικό
- κνησμός, φαγούρα
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 769-770
- ἦλθε δ᾽ ὀστέων | ἀδαγμὸς ἀντίσπαστος·
- μα ευτύς στα κόκαλά του | μια σουβλιά τον περνά που τον τραντάζει·
- Μετάφραση (2015): Ι.Ν. Γρυπάρης @greek‑language.gr
- ἦλθε δ᾽ ὀστέων | ἀδαγμὸς ἀντίσπαστος·
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 769-770
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ἀδαγμός σελ. 19 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- ἀδαγμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.