→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀδαγμός < Πιθανόν έχει προελληνική προέλευση.[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀδαγμός, -οῦ αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ἀδαγμός σελ. 19 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.