Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀβασκάνιστος < α- στερητικό και βασκαίνω

  Επίθετο

επεξεργασία
ἀβασκάνιστος, -ος, -ον
  1. αυτός που βρίσκεται εκτός βασκανίας, που δεν φθονείται, ο αμάτιαστος

Συγγενικά

επεξεργασία
  1. ἀβάσκανος
  2. ἀβασκάνως