კაზარიანი
Γεωργιανά (ka) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kʼazariani/
Κύριο όνομα επεξεργασία
კაზარიანი (ka) (ḳazariani) αρσενικό ή θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ღაზარიანი (ɣazariani)
კაზარიანი (ka) (ḳazariani) αρσενικό ή θηλυκό