Ετυμολογία

επεξεργασία
ახალციხე < ახალი (axali, νέος) + ციხე (cixe, οχυρό). Κυριολεκτικά «νέο οχυρό».[1]

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

ახალციხე (ka) (axalcixe)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press.