Προφορά

επεξεργασία
 
ΔΦΑ : /ʐɨtʲ/

жить (ru)

μη συνοπτική όψη1
απαρέμφατο жить
ζεύγη ρημάτων απλό αυτοπαθές
μη συνοπτικό жить жи́ться
συνοπτικό пожи́ть пожи́ться
μέλλοντας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. бу́ду жить бу́дем жить
β' πρόσ. бу́дешь жить бу́дете жить
γ' πρόσ. бу́дет жить бу́дут жить
ενεστώτας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. живу́ живём
β' πρόσ. живёшь живёте
γ' πρόσ. живёт живу́т
προστακτική живи́ живи́те
μετοχή ενεστώτα ενεργητικής живу́щий
μετοχή ενεστώτα παθητικής
επιρρηματική μετοχή ενεστώτα живя́
παρελθόντας ενικός πληθυντικός
αρσενικό жил жи́ли
θηλυκό жила́
ουδέτερο жи́ло
μετοχή παρελθόντα ενεργητικής жи́вший
μετοχή παρελθόντα παθητικής
επιρρηματική μετοχή παρελθόντα
παράγωγα ουσιαστικά жизнь

1συχνά σε εγχειρίδια κ' ως "ατελής μορφή" ή "μη τετελεσμένη μορφή"