дисморфофобия
Ρωσικά (ru)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- дисморфофобия < (λόγιο δάνειο) ιταλική dismorfofobi < αρχαία ελληνική δυσ- + μορφή + φόβος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαдисморфофобия (ru) (dismorfofóbiâ)
- (ψυχιατρική) δυσμορφοφοβία (σωματική δυσμορφική διαταραχή)