Ρωσικά (ru)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

дисморфофобия < (λόγιο δάνειο) ιταλική dismorfofobi < αρχαία ελληνική δυσ- + μορφή + φόβος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /dʲɪsmərfɐˈfobʲɪɪ̯ə/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

дисморфофобия (ru) (dismorfofóbiâ)