Προφορά

επεξεργασία
 


встречать (ru)

  1. συναντώ
  2. υποδέχομαι, καλωσορίζω


μη συνοπτική όψη1
απαρέμφατο встреча́ть
ζεύγη ρημάτων απλό αυτοπαθές
μη συνοπτικό встреча́ть встреча́ться
συνοπτικό встре́тить встре́титься
μέλλοντας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. бу́ду встреча́ть бу́дем встреча́ть
β' πρόσ. бу́дешь встреча́ть бу́дете встреча́ть
γ' πρόσ. бу́дет встреча́ть бу́дут встреча́ть
ενεστώτας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. встреча́ю встреча́ем
β' πρόσ. встреча́ешь встреча́ете
γ' πρόσ. встреча́ет встреча́ют
προστακτική встреча́й встреча́йте
μετοχή ενεστώτα ενεργητικής встреча́ющий
μετοχή ενεστώτα παθητικής встреча́емый
επιρρηματική μετοχή ενεστώτα встреча́я
παρελθόντας ενικός πληθυντικός
αρσενικό встреча́л встреча́ли
θηλυκό встреча́ла
ουδέτερο встреча́ло
μετοχή παρελθόντα ενεργητικής встреча́вший
μετοχή παρελθόντα παθητικής
επιρρηματική μετοχή παρελθόντα
παράγωγα ουσιαστικά встре́ча

1συχνά σε εγχειρίδια κ' ως "ατελής μορφή" ή "μη τετελεσμένη μορφή"

Συγγενικά

επεξεργασία