Ετυμολογία

επεξεργασία
бэрэскэжъый < бэрэскэ (bărăskă) (< αρχαία ελληνική Παρασκευή) + жъый (ẑəj, μικρός) κυριολεκτικά: μικρή Παρασκευή [1] Συγκρίνετε με το бэрэскэф (bărăskăf, Παρασκευή).

Ουσιαστικό

επεξεργασία

бэрэскэжъый (bărăskăẑəj)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. бэрэскэжъый στο αγγλικό Βικιλεξικό