Προφορά

επεξεργασία
 

бояться (ru)

μη συνοπτική όψη1
απαρέμφατο боя́ться
ζεύγη ρημάτων απλό αυτοπαθές
μη συνοπτικό боя́ться
συνοπτικό
μέλλοντας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. бу́ду боя́ться бу́дем боя́ться
β' πρόσ. бу́дешь боя́ться бу́дете боя́ться
γ' πρόσ. бу́дет боя́ться бу́дут боя́ться
ενεστώτας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. бою́сь бои́мся
β' πρόσ. бои́шься бои́тесь
γ' πρόσ. бои́тся боя́тся
προστακτική бо́йся бо́йтесь
μετοχή ενεστώτα ενεργητικής боя́щийся
μετοχή ενεστώτα παθητικής
επιρρηματική μετοχή ενεστώτα боя́сь
παρελθόντας ενικός πληθυντικός
αρσενικό боя́лся боя́лись
θηλυκό боя́лась
ουδέτερο боя́лось
μετοχή παρελθόντα ενεργητικής боя́вшийся
μετοχή παρελθόντα παθητικής
επιρρηματική μετοχή παρελθόντα
παράγωγα ουσιαστικά

1συχνά σε εγχειρίδια κ' ως "ατελής μορφή" ή "μη τετελεσμένη μορφή"

Συνώνυμα

επεξεργασία