Σερβικά (sr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

аутомат (sr) (λατινική γραφή: automat) αρσενικό

  1. λέγεται για κάθε αυτόματη συσκευή
  2. το μηχάνημα αυτόματης ανάληψης