Ετυμολογία

επεξεργασία
арборист < (άμεσο δάνειο) γαλλική arboriste

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɐrbɐˈrʲist/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ар‐бо‐ри́ст

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

арборист (ru) αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία