Вакалов
Βουλγαρικά (bg)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Вакалов < προέλευσης από τη ρουμανική văcar (γελαδάρης, αγελαδοβοσκός), με μετατροπή του [r] > [l] + -ов (-ov, -οφ) [1]
Προφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαВакалов (bg) (Vakálov) αρσενικό (θηλυκό Вакалова)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Стефан Илчев, Речник на личните и фамилни имена у българите [Λεξικό ονομάτων και επωνύμων των Βουλγάρων] (Σόφια: Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών, 1969), σ. 99β.