Ετυμολογία

επεξεργασία
Алтай < μογγολική ς προέλευσης, από λέξη για τον χρυσαφή[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɐɫˈtaj/

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Алтай (ru) (Altáj) αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press.