Ετυμολογία

επεξεργασία
Алагян < αρμενική Ալայան (Alayan, Αλαγιάν)

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Алагян (ru) (Alagján) αρσενικό ή θηλυκό (γεν. ενικ. αρσ.: Алагяна, ονομ. πληθ.: Алагяны)[1]

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Το θηλυκό παραμένει αμετάβλητο στον ενικό. Ο πληθυντικός είναι κοινός, κατά το αρσενικό.