Ρωσικά (ru) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Алагян < αρμενική Ալայան (Alayan, Αλαγιάν)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɐɫɐˈɡʲan/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Алагян (ru) (Alagján) αρσενικό ή θηλυκό (γεν. ενικ. αρσ.: Алагяна, ονομ. πληθ.: Алагяны)[1]

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Το θηλυκό παραμένει αμετάβλητο στον ενικό. Ο πληθυντικός είναι κοινός, κατά το αρσενικό.