Ετυμολογία

επεξεργασία
Авакян < αρμενική Ավագյան (Avagyan) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɐvɐˈkʲan/

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Авакян (ru) (Avakján) αρσενικό ή θηλυκό (γεν. ενικ. αρσ.: Авакяна, ονομ. πληθ.: Авакяны) [2]

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Βλ. Տիգրան Ավետիսյան (Τιγκράν Αβετισιάν), Հայոց ազգանունների բառարան [Λεξικό αρμενικών επωνύμων] (Γιερεβάν, 2000), σ. 26α.
  2. Το θηλυκό παραμένει αμετάβλητο στον ενικό. Ο πληθυντικός είναι κοινός.