Ετυμολογία

επεξεργασία
ὧδε < ὡς + δέ (το ὡς, εδώ, ως δεικτικό επίρρημα (έτσι) και το δέ, εγκλιτικό μόριο)

  Επίρρημα

επεξεργασία

ὧδε (δεικτικό, τροπικό και τοπικό)

  1. έτσι, ως εξής, κατ' αυτόν τον τρόπο
  2. έως εδώ, προς τα εδώ, από αυτή τη μεριά

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Το οὕτω είχε παρόμοια αλλά όχι ταυτόσημη έννοια ως τροπικό επίρρημα (σήμαινε δηλαδή "με αυτό τον τρόπο"), όμως το ὦδε αναφερόταν συγκεκριμένα στα επόμενα, σε όσα κατά κανόνα ακολουθούσαν.