Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ύφανε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος υφαίνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος υφαίνω