Δείτε επίσης: ὕδνον

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ύδνον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὕδνον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ύδνον ουδέτερο (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ὕδνον), γενική: τοῦ ὕδνου

  Μεταφράσεις επεξεργασία