Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
όρμησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
όρμησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ορμώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ορμώ