Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
όπλισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
όπλισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
οπλίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
οπλίζω