όξω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- όξω < μεσαιωνική ελληνική όξω < αρχαία ελληνική ἔξω
Επίρρημα
επεξεργασίαόξω
- (λαϊκότροπο) (προφορικό) άλλη μορφή του έξω
Μεταφράσεις
επεξεργασία όξω
→ δείτε τη λέξη έξω |
όξω
→ δείτε τη λέξη έξω |