Δείτε επίσης: ὄμμα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
όμμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄμμα. Δείτε και το σχηματισμό της γενικής ομματιών

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

όμμα ουδέτερο (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ὄμμα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία