Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

όδευσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος οδεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος οδεύω