ωδίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ωδίνω < αρχαία ελληνική ὠδίνω
Ρήμα
επεξεργασίαωδίνω
- κοιλοπονάω, έχω τους πόνους της γέννας
Σημειώσεις
επεξεργασίαΧρησιμοποιείται μόνο στην παροιμιώδη έκφραση:
- ώδινεν όρος και έτεκε μυν: κοιλοπονούσε ένα βουνό και γέννησε ένα ποντίκι (δηλαδή μετά από μια προσπάθεια, που ήταν - ή ήθελε να φαίνεται - υπερβολικά μεγάλη, επιτεύχθηκε ένα πολύ μικρό αποτέλεσμα (Ὤδινεν ὄρος, εἶτα μῦν ἀπέτεκεν)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ωδίνω
|