ψυχραθείτε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαψυχραθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψυχραίνομαι
- θα ψυχραθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψυχραίνομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ψυχραίνομαι