Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψυχανάγκασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ψυχανάγκασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ψυχαναγκάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ψυχαναγκάζω