Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ψυχαγώγησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ψυχαγωγώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ψυχαγωγώ