ψιττακοί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ψιττακοί αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του ψιττακός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ψιττακοί αρσενικό
- ((ελληνιστική κοινή)) ονομαστική και κλητική πληθυντικού του ψιττακός