Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ψιθύρισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ψιθυρίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ψιθυρίζω