Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψηλαφᾶται
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ψηλαφᾶται
συνηρημένο γ΄ πρόσωπο ενικού
οριστικής
και
υποτακτικής
μέσου ενεστώτα του ρήματος
ψηλαφάω
(
ψηλαφῶ
)