Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψευδαδάμας < ψευδ- + αδάμας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψευδαδάμας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία