Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψήφισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ψήφισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ψηφίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ψηφίζω