Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

χώρεσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος χωράω / χωρώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος χωράω / χωρώ