Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  χωρικός και ύδωρ

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

χωρικά ύδατα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • η αιγιαλίτιδα ζώνη. Η καθορισμένου πλάτους ζώνη περιμετρικά των ακτών μέσα στην οποία εκτείνεται η δικαιοδοσία ενός κράτους

  Μεταφράσεις επεξεργασία