Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χυτλάζω < χύτλον

  Ρήμα επεξεργασία

χυτλάζω

  1. αλείφω με υδρέλαιο κάποιον μετά το μπάνιο του
  2. ξαπλώνω, τεντώνω