Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χύτλον < χέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χύτλον ουδέτερο

  1. αυτό που μορεί να χυθεί, το υγρό
  2. μίγμα λαδιού και νερού, το υδρέλαιο
  3. μίγμα για πλύσιμο, λούσιμο