Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χυμωδώς < χυμώδης + -ώς

  Επίρρημα επεξεργασία

χυμωδώς

  • (σπάνιο) με χυμώδη τρόπο
    ※  Η μία, με δεκαετίες βίου μάλιστα, αφορά τους δίσκους των 45 στροφών, το όνομα των οποίων έχει ταυτιστεί με τις μεγάλες επιτυχίες του λαϊκού τραγουδιού άλλων εποχών, όταν δεν χρειαζόταν να είσαι ζογκλέρ, για να γίνεις τραγουδιστής, ή χυμωδώς αποκαλυπτική χορεύτρια, για να γίνεις τραγουδίστρια· αρκούσε η καλή φωνή. (εφ. Καθημερινή, 06.03.2013)

  Μεταφράσεις επεξεργασία