Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χυδαιολόγησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
χυδαιολόγησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
χυδαιολογώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
χυδαιολογώ