χτυπηθείτε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
χτυπηθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χτυπιέμαι
- θα χτυπηθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χτυπιέμαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος χτυπιέμαι