Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χρυσοστόλισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
χρυσοστόλισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
χρυσοστολίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
χρυσοστολίζω