Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

χρυσοστόλισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος χρυσοστολίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος χρυσοστολίζω