Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χρησμοδότησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
χρησμοδότησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
χρησμοδοτώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
χρησμοδοτώ