Ετυμολογία

επεξεργασία

χρηματοφθορικός < χρῆμα και φθείρω

  Επίθετο

επεξεργασία

χρηματοφθορικός, ή, όν

  • εκείνος που έχει ταλέντο στο να σπαταλά χρήματα, ο τρυπιοχέρης