χρηματοφθορικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαχρηματοφθορικός < χρῆμα και φθείρω
Επίθετο
επεξεργασίαχρηματοφθορικός, ή, όν
- εκείνος που έχει ταλέντο στο να σπαταλά χρήματα, ο τρυπιοχέρης
χρηματοφθορικός < χρῆμα και φθείρω
χρηματοφθορικός, ή, όν