Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρημάτισις < χρηματίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρημάτισις θηλυκό

  1. το οικονομικό ή άλλο κέρδος
  2. η ενέργεια (μεταγενέστερη έννοια)