Ετυμολογία

επεξεργασία
χουρδουβελία < χορδή + ὀβελία ή ὄβελος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χουρδουβελία θηλυκό

  • (φαγητά) σουβλάκι με έντερα αρνιού για κοκορέτσι
    ※  12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Β', στίχ. 50 (49-50) @georgakas.lit.auth.gr
    Ἀφήνω τὰ τρανότερα κ’ ἐμβαίνω εἰς τὴν λέπτην,
    εἰς τὰ τσουκαλολάγηνα καὶ εἰς τὴν χουρδουβελίαν·
    Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία