χλάδω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαχλάδω
- ηχώ, αντηχώ,ρήμα που εικάζεται ότι υπήρξε, επειδή απαντά ο παρακείμενος του κέχλαδα και η μετοχή κεχλαδώς <απ΄όπου δημιουργήθηκε το καχλάζω (κοχλάζω), ίσως και ηχομιμητικά>
- βγάζω κραυγές χαράς