Ετυμολογία

επεξεργασία
χιλιάρχης < χίλιοι + -άρχης < ἄρχω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χιλιάρχης-ου ( & χιλίαρχος)

  1. ο επικεφαλής χιλίων ανδρών
  2. διοικητής φρουράς

Παράγωγα

επεξεργασία